- ακουμβώ
- ακούμβημα κ.λπ.βλ. ακουμπώ, ακούμπημα κ.λπ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ACCUBITA seu ACCUBATIONES — Graecis ἀνακλιντήρια, quod Reclinatoria vertit Wiltainus Abbas in Cant. Cantic. c. 2. Lexico Graec. MS. Regio, definiuntur, ςτρωμναὶ μαλακαὶ εἰς ὕψος ἠρμέναι, lecti molles in altum aggesti; et Balsamoni in can. 74. Synodi Trull. ut et Iohanni… … Hofmann J. Lexicon universale
ακουμβίζω — ἀκουμβίζω ή ἀκκουμβίζω και ἀκουμπίζω (Μ) (Ν ακουμπίζω) 1. κατακλίνομαι, ξαπλώνω στο ακούβιτο για να γευματίσω, «κάθομαι στο τραπέζι» 2. ακουμπώ* νεοελλ. αποθέτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. προέρχεται είτε από το λατ. accumbo «κατακλίνομαι» και την κατάλ. ίζω … Dictionary of Greek